ασβεστώνω

ασβεστώνω
1) badigeonner
2) blanchir

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ασβεστώνω — ασβεστώνω, ασβέστωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασβεστώνω — [ασβέστης] 1. επαλείφω με ασβέστη, ασπρίζω τοίχο 2. χρησιμοποιώ άφθονα καλλυντικά για το πρόσωπο («ασβεστωμένα μούτρα») 3. ανακατεύω χώμα με ασβέστη για λίπανση …   Dictionary of Greek

  • ασβεστώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω επίχριση (τοίχου, πεζοδρομίου κτλ.) με ασβέστι: Ασβέστωσα φέτος τους κορμούς όλων των δέντρων του κήπου μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβεστοχρίω — ασβεστώνω …   Dictionary of Greek

  • περικονιώ — άω, Α επιχρίω κάτι με ασβέστη σε ολόκληρη την επιφάνειά του, ασβεστώνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κονιῶ «ασπρίζω, ασβεστώνω»] …   Dictionary of Greek

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • ασβέστωμα — το [ασβεστώνω] η επάλειψη με ασβέστη, το άσπρισμα …   Dictionary of Greek

  • ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτίζω — και γαλαχτίζω (AM γαλακτίζω) [γάλα] νεοελλ. ασβεστώνω, ασπρίζω αρχ. μσν. τρέφω με γάλα αρχ. 1. είμαι λευκός σαν το γάλα 2. διαγράφω τροχιά σαν τού Γαλαξία …   Dictionary of Greek

  • γαλατώνω — 1. (για τους μαστούς) γεμίζω με γάλα («αρχινάει να γαλατώνει η γίδα») 2. (για τα σιτηρά πριν από την ωρίμανση) αποκτώ γαλακτώδη σύσταση («γαλάτωσαν τα στάχυα») 3. ασβεστώνω, ασπρίζω …   Dictionary of Greek

  • διαλείφω — (AM) [αλείφω] επαλείφω, χρίω αρχ. 1. εξαλείφω, απαλείφω 2. ασβεστώνω, σοβατίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”